-
1 ελυτρον
τό1) футляр, чехол(τοῦ δόρατος Arph.; τῶν ἀσπίδων Diod.; λυχνίων ἀργυρῶν Plut.)
2) оболочка, покров(τὰ ὄμματα ἔχει ὥσπερ ἔ. τὰ βλέφαρα Arst.; τὸ ἔξω ἔ. Plat.)
3) поэт. бренная оболочка, тело(γαῖα, λαβ΄ Ἀδμήτου ἔ. Luc.)
4) вместилищеἔ. τοῦ ὕδατος или τῶν ὑδάτων Her. — водоем, бассейн
5) зоол. надкрылье -
2 δρεπανον
τό1) серп Hom., Hes., Her., Plat., Arst.2) серповидный, т.е. кривой меч Her.3) серповидный наконечник (sc. τοῦ δόρατος Polyb.) -
3 κοντός
I, ή, ό[ν]1) низкий, небольшой;κοντου αναστήματος — низкого роста;
2) короткий, недолгий (о времени);κοντή ζωή — короткая жизнь;
§ κοντός ψαλμός αλληλούια — не нужно много слов
κοντός2II ο1) шест; жердь; 2) багор;άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;
3) древко;κοντός2 του δόρατος (της σημαίας) — древко копья (знамени)
-
4 δορυ
δόρατος, эп.-ион. δούρατος и δουρός, поэт. δορός τό (dat. δόρατι, δούρατι, δουρί, δορί и δόρει; dual. δοῦρε; pl.: nom. δόρατα, δούρατα, δοῦρα и δόρη, gen. δοράτων и δούρων, dat. δόρασι, δούρασι и δούρεσσι)1) дерево (sc. φοίνικος ἔρνος Hom.)2) брус, балка, доска или древесина(δοῦρ΄ ἐλάτης Hom.; δούραθ΄ ἁμάξης Hes.)
κοῖλον δ. Hom. = δουράτεος ἵππος;δ. νηϊον, νήϊα δοῦρα, δοῦρα νεῶν и δοῦρα Hom. — корабельный лес3) судно, корабль(δ. γομφόδετος Aesch. и ποντοπόρον Soph.)
4) шест, древко(μείλινον Hom.; δόρατα ἐκ δέρματος τοῦ ἵππου τοῦ ποταμίου Arst.; ἀετὸς χρυσοῦς ἐπὴ δόρατος Xen.)
τὸ λελογχωμένον δ. Arst. — снабженное наконечником древко5) (царский) жезл, скипетр(λαὸν εὐθύνειν δορί Eur.)
6) копье(χάλκεον Hom.; δορὸς λόγχα Eur.; μετὰ ἀσπίδος καὴ δόρατος τὰς πομπὰς ποιεῖν Thuc.)
ἐς δορὸς τάξιν μολεῖν Eur. и εἰς δ. ἀφικνεῖσθαι Xen. — перейти к бою на копьях;ἀπὸ τῶν εὐωνύμων ἐπὴ δ. Polyb. — слева направо;τέν ἐμβολέν ἐκ δόρατος ποιεῖσθαι Polyb. — атаковать справа7) бой, сражение, тж. войнаδορὴ κτήσασθαι Hom. или ἑλεῖν Thuc. — взять с бою, захватить на войне, завоевать;
καὴ τὸ δ. καὴ τὸ κηρύκειον πέμπειν Polyb. — предложить выбор между войной и мирными переговорами8) вооруженные силы, войско(ξύμμαχον δ. Aesch.)
ἐν τροπῇ δορός Soph. — когда войску (было) нанесено поражение -
5 αφελκω
ион. ἀπέλκω1) оттаскивать, отрывать(τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ ἱροῦ Her.; πῶλον ἀπὸ μαστῶν Eur.; ἑαυτὸν εἰς τοὐναντίον Arst.)
2) тащить силой, угонять(τινά Xen., Plat.; τριήρεις Thuc.)
3) med. стаскивать, сдергивать(δόρατος τοὔλυτρον Arph.)
4) med. заманивать, подговаривать(τινά Plut.)
5) всасывать, впивать(θρόμβους φόνου Aesch.)
См. также в других словарях:
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek
επιδορατίδα — η (Α ἐπιδορατίς) η αιχμή τού δόρατος νεοελλ. ναυτ. το επιστήλιο τού προβόλου, κόντρα μπαστούνι αρχ. 1. ο καυλός, το κοντάρι τού δόρατος 2. ο σαυρωτήρ, η σιδερένια αιχμή στο πίσω μέρος τού δόρατος με την οποία τό έμπηγαν στο χώμα τις ώρες τής… … Dictionary of Greek
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek